- προκαθεδρίᾳ
- προκαθεδρίᾱͅ , προκαθεδρίαfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προκαθεδρία — προκαθεδρίᾱ , προκαθεδρία fem nom/voc/acc dual προκαθεδρίᾱ , προκαθεδρία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαθεδρία — ἡ, ΜΑ η προεδρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καθεδρία] … Dictionary of Greek
προκαθεδρίας — προκαθεδρίᾱς , προκαθεδρία fem acc pl προκαθεδρίᾱς , προκαθεδρία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαθεδρίαν — προκαθεδρίᾱν , προκαθεδρία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαθεδρώ — άω, Α [προκαθεδρία] παθ. προκαθεδρῶμαι, άομαι τοποθετούμαι ως επίσκοπος … Dictionary of Greek